default_mobilelogo


Δρ Κωσταντίνος Ν. Χατζηγεωργίου

Μαιευτήρας- Χειρούργος Γυναικολόγος

Χρυσοστόμου Σμύρνης 8, 4ος όροφος

2310- 227981

Τ.Κ. 54622, Θεσσαλονίκη

www.gyn.gr/chatzigeorgiou

chatzkon@hotmail.com

 

 

Τα ποσοστά χρήσης καπνού παρέμειναν βασικώς αμετάβλητα κατά την τελευταία 10/ετία. Το 1991, περίπου 23,5% των ενηλίκων γυναικών στις Η.Π.Α. ήταν καπνίστριες σύμφωνα με στοιχεία του National Health Interview Survey (NHIS). Ως το 1998, το ποσοστό μειώθηκε ελαφρώς μόνο, στο 22%.

Οι περισσότερες δημοσιευμένες εργασίες υποστηρίζουν πως το ποτό και το κάπνισμα συνδέονται με τη φυλή και την εθνικότητα αλλά οι συσχετίσεις είναι περίπλοκες και συχνά επηρεάζονται από τη μόρφωση και άλλες κοινωνικοοικονομικές παραμέτρους. Σύμφωνα με στοιχεία του 1998 του NHIS, 32,9% των γυναικών με 9-11 έτη εκπαίδευσης ήταν καπνίστριες, σε σύγκριση με 25,2% αυτών με 12ετή εκπαίδευση, 22,8% με 13-15 έτη εκπαίδευσης και 11,2% αυτών με άνω των 16 ετών εκπαίδευσης. Οι περισσότερες καπνίστριες ακολουθούν την προβλέψιμη πορεία πολλών προσπαθειών απεξάρτησης και υποτροπών. Μεγαλύτερες γυναίκες είναι πιο πιθανό να απέχουν για μεγαλύτερο διάστημα, αλλά ακόμη και σε ηλικίες άνω των 65 ετών, το ποσοστό των πρώην καπνιστών που δεν καπνίζουν πια είναι μόνο 70%.

Η θνησιμότητα που συνδέεται με τον καπνό είναι τεράστια. Στις Η.Π.Α., εκτιμάται πως 170.000 γυναίκες πεθαίνουν κάθε χρόνο από αιτίες που οφείλονται στο κάπνισμα, μεταξύ 1998 και 2000. Η χρήση καπνού συμβάλλει άμεσα και στις κύριες αίτιες θανάτου μεταξύ γυναικών (καρδιοαγγειακά, νεοπλασματικά και αγγειακά εγκεφαλικά). Στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται οι σχετικοί κίνδυνοι θανάτου που οφείλονται στο κάπνισμα μεταξύ γυναικών 35 ετών ή περισσότερο, κατά αιτία θανάτου για έναν αριθμό νόσων και καταστάσεων. Ο καρκίνος μαστού δεν συμπεριελήφθη γιατί τα επιστημονικά δεδομένα δεν υποδεικνύουν αυξημένο κίνδυνο μεταξύ καπνιστριών.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1. Σχετικός κίνδυνος για θάνατο σε γυναίκες ηλικίας ≥35 ετών που οφείλονται στο κάπνισμα, μεταξύ καπνιστριών και γυναικών που δεν κάπνισαν ποτέ

Νεοπλάσματα

 

Χειλέων, στοματικής κοιλότητας, φάρυγγα

5,6

Οισοφάγου

10,3

Παγκρέατος

2,3

Λάρυγγα

17,8

Τραχείας, πνευμόνων, βρόγχων

11.9

Τραχήλου μήτρας

2.1

Ουροδόχου κύστεως

2.6

Καρδιαγγειακές παθήσεις

 

Υπέρταση

 

Ισχαιμική καρδιακή νόσος

1,7

Άτομα 35-64 ετών

3.0

Άτομα ≥ 65 ετών

1.6

Αγγειακά εγκεφαλικά νοσήματα

 

Άτομα 35-64 ετών

4.0

Άτομα ≥ 65 ετών

1.5

Αθηρωμάτωση

3.0

Αορτικό ανεύρυσμα

3.0

Άλλα νοσήματα αρτηριών

3.0

Αναπνευστικά νοσήματα

 

Πνευμονία και γρίπη

2.2

Βρογχίτιδα, εμφύσημα

10.5

Χρόνια απόφραξη αεροφόρων οδών

10.5

Άλλα πνευμονικά νοσήματα

2.2

   

Ένα σημαντικό αλλά υποεκτιμώμενο γεγονός είναι ότι ο καρκίνος του πνεύμονος προκαλεί σήμερα περισσότερους θανάτους απ’ ότι ο καρκίνος μαστού. Η Αμερικανική Εταιρεία Καρκίνου εκτιμά πως περίπου 67.300 γυναίκες θα πεθάνουν από καρκίνους του πνεύμονος και των βρόγχων, ενώ 40.200 θα πεθάνουν από καρκίνο μαστού το 2001. Ένας εναλλακτικός τρόπος μέτρησης του κινδύνου θανάτου από κάπνισμα είναι ο σχετικός κίνδυνος θνησιμότητας από όλες τις αιτίες. Αυτός είναι για τις γυναίκες μεταξύ 35 και 84 ετών, περίπου 90% υψηλότερος για καπνίστριες απ’ ότι για δια βίου μη καπνίστριες.

Οι παρενέργειες του καπνίσματος εκτείνονται πέρα από καρδιοαγγειακή, νεοπλασματική και αγγειακή εγκεφαλική θνησιμότητα. Στο Surgeon’s General 2001 report για γυναίκες και κάπνισμα, απαριθμείται πληθώρα άλλων καταστάσεων που οφείλονται ή ενισχύονται από το κάπνισμα, και περιλαμβάνουν διαταραχές ανεπάρκειας οιστρογόνων, κατάγματα λεκάνης και απώλεια οστικής πυκνότητας στην εμμηνόπαυση, γαστρεντερικές παθήσεις (πεπτικό έλκος, νόσο του Crohn), οφθαλμικές παθήσεις (καταρράκτης, εκφύλιση του φακού), ρυτίδες προσώπου και κατάθλιψη. Το κάπνισμα μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εμφάνισης νόσου του Parkinson και ελκώδους κολίτιδας, αλλά τα ελάχιστα πιθανά πλεονεκτήματα επικαλύπτονται από τις μυριάδες παρενεργειών σε άλλες καταστάσεις.

Κάπνισμα και εγκυμοσύνη

Το κάπνισμα επηρεάζει αρνητικά, στάδια της αναπαραγωγικής διαδικασίας από τη σύλληψη μέχρι τον τοκετό. Γυναίκες που καπνίζουν μπορεί να έχουν περισσότερα προβλήματα να συλλάβουν και είναι πιο πιθανό να καταλήξει η εγκυμοσύνη σε γέννηση νεκρού εμβρύου. Νεογνά που γεννήθηκαν από γυναίκες που καπνίζουν είναι πιθανότερο να είναι μικρά για την ηλικία κύησης, και τα ποσοστά νεογνικής και βρεφικής θνησιμότητας είναι υψηλότερα. Οι έγκυες καπνίστριες έχουν ένα επιπλέον κίνητρο να διακόψουν το κάπνισμα. Οι περισσότερες γυναίκες επιθυμούν να προστατεύσουν την υγεία του μωρού τότε και έτσι, έχουν σοβαρό κίνητρο για να κόψουν το κάπνισμα. Το Υπουργείο Υγείας των Η.Π.Α. προτείνει να χορηγείται εκτεταμένη ψυχοκοινωνική υποστήριξη και υποστήριξη των κινήτρων των εγκύων καπνιστριών και σε πολλές περιπτώσεις αυτά είναι αρκετά μέχρι τον τοκετό. Μια ανάλυση 7 μελετών προγραμμάτων διακοπής του καπνίσματος για έγκυες καπνίστριες που συνέκρινε πιο εντατικές επεμβάσεις με τη «συνήθη τακτική» ανακάλυψε ότι σχεδόν τριπλασίασαν την πιθανότητα διακοπής του καπνίσματος. Δυστυχώς, οι περισσότερες γυναίκες επιστρέφουν στο κάπνισμα μετά τον τοκετό. Για καπνίστριες που δεν μπορούν να σταματήσουν ακόμη και μετά από εντατικές επεμβάσεις, μερικοί γιατροί μπορεί να προτείνουν φαρμακοθεραπεία. Αν και αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης λόγω των γνωστών επιπτώσεων της νικοτίνης στο έμβρυο και επειδή δεν υπάρχουν στοιχεία για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα αυτών των θεραπειών, η γενική σύγκριση των κινδύνων και των κερδών των προϊόντων που αντικαθιστούν τη νικοτίνη σε σχέση με τη συνεχιζόμενη έκθεση στη νικοτίνη λόγω του καπνίσματος παραμένει αβέβαιη.

Κάπνισμα και αύξηση βάρους

Οι ανησυχίες για αύξηση του βάρους είναι ένας σημαντικός φραγμός της διακοπής του καπνίσματος για πολλές γυναίκες. Πάντως, τα στοιχεία των ερευνών επιμένουν ότι η πραγματική αύξηση του βάρους κατά τη διάρκεια της διακοπής του καπνίσματος δεν είναι προμήνυμα υποτροπής. Οι περισσότερες γυναίκες παίρνουν βάρος όταν κόβουν το τσιγάρο, αλλά συνήθως λιγότερο από 5 κιλά. Δεν είναι σαφές γιατί συμβαίνει αυτό, καθώς λίγες μελέτες κατάφεραν να αποδείξουν μείωση στα επίπεδα κινητικότητας κατά τη διακοπή του καπνίσματος και αρκετές δεν βρήκαν αποδείξεις για αύξηση της θερμιδικής αξίας της διατροφής. Αν και οι αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία από μια αύξηση του βάρους της τάξης των 2,5 με 5 κιλών είναι ασήμαντες σε σχέση με τα οφέλη από το κόψιμο του τσιγάρου, ανησυχίες σχετικά με το βάρος δεν πρέπει να απορρίπτονται ως απλώς αισθητικές.

Δυστυχώς, έρευνες σε μεθόδους περιορισμού του βάρους με δίαιτα ή αύξηση του επιπέδου της κίνησης κατά τις πρώτες εβδομάδες διακοπής του καπνίσματος βρέθηκαν μπροστά σε προσπάθειες να εμφανιστούν αναποτελεσματικές ή ακόμη και με αντίθετα αποτελέσματα. Λίγες καπνίστριες που πέτυχαν να κόψουν το κάπνισμα καταφέρνουν να διατηρήσουν το βάρος τους, ενώ τα ποσοστά υποτροπών είναι υψηλά. Υψηλότερα ποσοστά υποτροπών παρατηρούνται σε πειράματα σε ζώα όπου αναφέρεται αύξηση της επιθυμίας για ναρκωτικές ουσίες κατά τη διάρκεια μείωσης των θερμίδων στη διατροφή. Μερικές μελέτες θεραπειών βρήκαν ότι η χρήση υποκατάστατων της νικοτίνης εμποδίζει προσωρινά την αύξηση του βάρους, ενώ άλλες παρατήρησαν μικρή ή και καθόλου επίδραση.